- αλογάριαστος
- -η, -ο1. αυτός που δεν λογαριάστηκε, που δεν υπολογίστηκε ή δεν μπορεί να λογαριαστεί, ανυπολόγιστος, αναρίθμητος, απειράριθμος2. (για υποθέσεις) αδιευθέτητος, ατακτοποίητος3. αυτός που δεν υπολογίζει σωστά, απερίσκεπτος, ασυλλόγιστος4. αυτός που δεν τακτοποίησε, δεν ξεκαθάρισε τους λογαριασμούς του.[ΕΤΥΜΟΛ. < στερητ. α- + λογαριαστός < λογαριάζω].
Dictionary of Greek. 2013.